- σιναμώρως
- Αεπίρρ. βλ. σινάμωρος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σιναμώρως — σινάμωρος mischievous adverbial σινάμωρος mischievous masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σινάμωρος — ον, Α 1. βλαβερός, επιζήμιος 2. λάγνος, ασελγής 3. (κατά τον Ησύχ.) «σινάμωρος κακόσχολος». επίρρ... σιναμώρως με τρόπο επιβλαβή. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῐν α (πρβλ. σῐνος «βλάβη, ζημιά») + μωρος, που είτε πρόκειται για ΙΕ στοιχείο, δυσερμήνευτο… … Dictionary of Greek